ουβερτούρα

ουβερτούρα
και ουβερτύρ, η
άνοιγμα, εισαγωγή, μουσική σύνθεση, συνήθως ορχηστρική, σε μουσικό έργο, ιδίως σε μελόδραμα, αλλά και μερικές φορές ανεξάρτητο έργο ενόργανης μουσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ouverture «άνοιγμα, έναρξη» (< ouvrir «ανοίγω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρελούδιο — Μουσική μορφή που σημαίνει γενικά την ενόργανη εισαγωγή μιας σύνθεσης αλλά μπορεί να είναι και αυτόνομη σύνθεση. Ως ιδιαίτερη μορφή, το π. έχει αρχαία προέλευση (οι Έλληνες, για παράδειγμα, είχαν π. για κιθάρα)· στους νεότερους χρόνους (από το… …   Dictionary of Greek

  • εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… …   Dictionary of Greek

  • καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν …   Dictionary of Greek

  • συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …   Dictionary of Greek

  • Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… …   Dictionary of Greek

  • Γκλαζούνοφ, Αλεξάντρ Κονσταντίνοβιτς — (Aleksandr Constantinovich Glasounov, Πετρούπολη 1865 – Παρίσι 1936). Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε υπό την καθοδήγηση του Μπαλακίρεφ και του Ρίμσκι Κόρσακοφ. Στα δεκαέξι του χρόνια είχε ήδη γράψει έναν αξιόλογο αριθμό συνθέσεων, ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • Κόνταλι, Ζολτάν — (Zoltan Kodaly, Κέτσκεμετ 1882 – Βουδαπέστη 1967). Ούγγρος συνθέτης. Μουσικός με πρώιμο ταλέντο (μία ουβερτούρα του εκτελέστηκε το 1897), ολοκλήρωσε τις μουσικές του σπουδές το 1904. Παράλληλα σπούδασε φιλολογία και είχε μακρόχρονη και δραστήρια… …   Dictionary of Greek

  • Νικολάι, Ότο — (Karl Otto Ehrenfried Nicolai, Κένιξμπεργκ 1810 – Βερολίνο 1849). Γερμανός συνθέτης. Αφού εργάστηκε ως οργανίστας στην πρωσική πρεσβεία της Ρώμης, πήγε στη Βιέννη όπου διορίστηκε διευθυντής ορχήστρας και τραγουδιού στο Karntnertortheater και,… …   Dictionary of Greek

  • Τσαϊκόφσκι, Πιοτρ Ίλιτς — (Βοτκίνσκ 1840 – Πετρούπολη 1893). Ρώσος συνθέτης. Γιος του Ιλία Πέτροβιτς, ορυκτολόγου μηχανικού, και της Αλεξάνδρας Αντρέγεβνα Ασιέ, από την οποία ο Τ. πήρε μερικά στοιχεία του χαρακτήρα του, τη λεπτή ευαισθησία του και τη βασανιστική νεύρωσή… …   Dictionary of Greek

  • εισαγωγή — η 1. είσοδος, εισδοχή, μπάσιμο: Εισαγωγή υποψηφίων στη νομική σχολή. 2. η αγορά εμπορευμάτων από το εξωτερικό: Απαγορεύτηκε η εισαγωγή πορνογραφημάτων. 3. στον πληθ., εισαγωγές, οι το σύνολο των εμπορευμάτων που εισάγει μία χώρα από αγορές του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”